ἀνεῳγότα

ἀνεῳγότα
ἀνοίγνυμι
open
perf part act neut nom/voc/acc pl
ἀνοίγνυμι
open
perf part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συμμύω — ΜΑ (αμτβ.) (για τραύματα ή πληγές, για τα μάτια, για το στόμιο τής μήτρας τών έγκυων γυναικών ή και για φυτά ή άνθη) κλείνω («τὰ κρίνα οὔπω ἀνεῳγότα ἀλλ ἔτι συμμεμυκότα», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μύω «κλείνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”